- ἀνθρωποφάγων
- ἀνθρωποφάγοςman-eatingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθρωποφαγία — Η συνήθεια ορισμένων φυλών να τρώνε ανθρώπινο κρέας. Λέγεται επίσης και κανιβαλισμός, από το όνομα που έδωσαν σε μια φυλή ανθρωποφάγων των νησιών της Καραϊβικής οι Ισπανοί κατακτητές τον 17ο αι. Τη συνήθεια της α. σε πρωτόγονους λαούς έχουν… … Dictionary of Greek
Ανδρέας (άγιος) — Αδελφός του Αποστόλου Πέτρου και ένας από τους 12 Αποστόλους. Καταγόταν από τη Βηθεσδά της Γαλιλαίας (Ιω. 1,44) και ήταν μαθητής του Ιωάννη του Προδρόμου, πριν γίνει μαθητής του Χριστού (Ιω. 1,40 εξ.). Ονομάζεται Πρωτόκλητος,γιατί ήταν από τους… … Dictionary of Greek
Ισίγονος — (1ος αι. π.Χ.). Κύπριος συγγραφέας. Ο Ι. κατέγραφε παραδοξολογίες και σώζονται μερικά αποσπάσματα από ένα έργο του με τίτλο Άπιστα (Απίστευτα). Σε αυτό γίνεται λόγος για μια κρήνη κοντά στη Θήβα, το νερό της οποίας έκανε τα άλογα που το έπιναν να … Dictionary of Greek
Καρίβες — (Carib). Ομάδα φυλών, οι οποίες κατά την εποχή της ανακάλυψης της Αμερικής ζούσαν στις Μικρές Αντίλλες. Ονομάζονται και Κανίβες ή, εσφαλμένα, Καραΐβες (απ’ όπου πήρε την ονομασία της η Καραϊβική θάλασσα). Από πολιτιστική άποψη δεν φαίνεται να… … Dictionary of Greek
Μποτοκούντο — (Botocudo). Όνομα που δόθηκε σε μερικές βραζιλιανές φυλές της γλώσσας ζε, εξαιτίας της συνήθειας τους να φέρουν στο κάτω χείλος ή στον λοβό του αυτιού διατρυπημένο και παραμορφωμένο το λεγόμενο «μποτόκο», έναν ξύλινο κύλινδρο ή δίσκο συχνά… … Dictionary of Greek
Παπούα – Νέα Γουινέα — Συγκρότημα νησιών της Νοτιοανατολικής Ασίας, μεταξύ της θάλασσας των Κοραλίων και του νότιου Ειρηνικού Ωκεανού, ανατολικά της Ινδονησίας.Aνεξάρτητο κράτος από τις 16 Σεπτεμβρίου 1975 στο πλαίσιο της Bρετανικής Kοινοπολιτείας, περιλαμβάνει το… … Dictionary of Greek